σοκάρισμα

σοκάρισμα
το
έκπληξη από κάτι απρεπές: Δενμπορούσε να συνέλθει από το σοκάρισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σοκάρισμα — το, Ν [σοκάρω] δυσάρεστη έκπληξη από κάτι απροσδόκητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”